στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
filibustiere [filibusˈtjɛre] ΟΥΣ αρσ
1. filibustiere ΙΣΤΟΡΊΑ (pirata):
- filibustiere
-
- filibustiere
-
2. filibustiere μτφ:
-
- filibustiere αρσ also μτφ
- buccaneering venture
-
- buccaneer μτφ
- filibustiere αρσ
- cowboy μειωτ
- filibustiere αρσ
στο λεξικό PONS
filibustiere [fi·li·bus·ˈtiɛ:·re] ΟΥΣ αρσ μτφ (mascalzone)
- filibustiere
-
-
- filibustiere αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.