fibrillare1 [fibrilˈlare] ΕΠΊΘ
- fibrillare
-
fibrillare2 [fibrilˈlare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere ΙΑΤΡ
- fibrillare cuore:
-
-
- fibrillare
-
- fibrillare
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.