etimologista <m.πλ etimologisti, f.pl. etimologiste> [etimoloˈdʒista] ΟΥΣ αρσ θηλ αρχαϊκ
etimologista → etimologo
etimologo (etimologa) <m.πλ etimologi, f.pl. etimologhe> [etiˈmɔloɡo, dʒi, ɡe] (etimologa) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- etimologo (etimologa)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- etilenico
- etilico
- etilismo
- etilista
- etilometro
- etimologista
- etimologizzare
- etimologo
- etiope
- Etiopia
- etiopico