στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


erbaceo <πλ erbacei, erbacee> [erˈbatʃeo, tʃei, tʃee] ΕΠΊΘ
erbaceo piante:
- erbaceo
-


-
- erbaceo
στο λεξικό PONS


erbaceo (-a) <-ei, -ee> [er·ˈba:·tʃe·o] ΕΠΊΘ (colture, piante)
- erbaceo (-a)
-


-
- erbaceo, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.