I. diteggiato [ditedˈdzato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
diteggiato → diteggiare
II. diteggiato [ditedˈdzato] ΕΠΊΘ
- diteggiato
-
diteggiare [ditedˈdʒare] ΡΉΜΑ μεταβ
-
- diteggiato
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.