diluviale [diluˈvjale] ΕΠΊΘ
1. diluviale (torrenziale):
- diluviale pioggia
-
2. diluviale:
- diluviale ΓΕΩΛ, ΒΊΒΛΟς
-
-
- diluviale
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.