στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
coreografico <πλ coreografici, coreografiche> [koreoˈɡrafiko] ΕΠΊΘ
1. coreografico (relativo alla coreografia):
2. coreografico (fastoso, spettacolare):
στο λεξικό PONS
coreografico (-a) <-ci, -che> [ko·reo·ˈgra:·fi·ko] ΕΠΊΘ
1. coreografico ΘΈΑΤ:
2. coreografico μτφ (cerimonia, manifestazione):
- coreografico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.