I. circasso [tʃirˈkasso] ΕΠΊΘ
- circasso
-
II. circasso (circassa) [tʃirˈkasso] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. circasso (persona):
- circasso (circassa)
-
2. circasso (lingua):
- circasso (circassa)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.