στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. astigmatico <πλ astigmatici, astigmatiche> [astiɡˈmatiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
II. astigmatico (astigmatica) <πλ astigmatici, astigmatiche> [astiɡˈmatiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- astigmatico (astigmatica)
-
στο λεξικό PONS
I. astigmatico (-a) <-ci, -che> [a·stig·ˈma:·ti·ko] ΕΠΊΘ (paziente, lente)
- astigmatico (-a)
-
II. astigmatico (-a) <-ci, -che> [a·stig·ˈma:·ti·ko] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- astigmatico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.