antropozoico <πλ antropozoici, antropozoiche> [antropodˈdzɔiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ
- antropozoico
-
- antropozoico
-
-
- antropozoico
-
- Antropozoico αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.