στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. antropofago <πλ antropofagi, antropofaghe> [antroˈpɔfaɡo, dʒi, ɡe] ΕΠΊΘ
II. antropofago (antropofaga) <πλ antropofagi, antropofaghe> [antroˈpɔfaɡo, dʒi, ɡe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- antropofago (antropofaga)
-


στο λεξικό PONS
antropofago (-a) <-gi, -ghe> [an·tro·ˈpɔ:·fa·go] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (popolazione, pratica, rito)
- antropofago (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.