στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
anallergico <πλ anallergici, anallergiche> [analˈlɛrdʒiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
-
- anallergico
στο λεξικό PONS
anallergico (-a) [an·al·ˈlɛr·dʒi·ko] ΕΠΊΘ (che non genera allergie: crema, metallo, tessuto)
- anallergico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.