I. voluntario [bolunˈtarĭo, -a] ΕΠΊΘ, voluntaria
- voluntario
- volontario, -a
II. voluntario [bolunˈtarĭo, -a] ΟΥΣ αρσ/θηλ
- voluntario
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.