I. parisiense <m e f inv> [pariˈsĭense] ΕΠΊΘ, parisino, parisina [pariˈsino, -a]
II. parisiense <m e f inv> [pariˈsĭense] ΟΥΣ αρσ/θηλ
-
- parisino, -a, parisiense
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.