I. diario [ˈdĭarĭo, -a] ΕΠΊΘ, diaria
- diario
- giornaliero, -a
II. diario [ˈdĭarĭo, -a] ΟΥΣ αρσ
1. diario:
- diario
- diario m
- a diario
-
2. diario (periódico):
- diario
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.