contundente <m e f inv> [kontunˈdente] ΕΠΊΘ
1. contundente (arma):
- contundente
- contundente
2. contundente (argumento):
- contundente
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.