I. analfabeto [analfaˈβeto, -a] ΕΠΊΘ, analfabeta
-
- analfabeta
II. analfabeto [analfaˈβeto, -a] ΟΥΣ αρσ/θηλ
-
- analfabeta m/f
- analfabeta
- analfabeto, -a
- analfabeta
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.