política [poˈlitika] ΟΥΣ θηλ
- política
- politica f
I. político [poˈlitiko, -a] ΕΠΊΘ política
- política de campanario
-
-
- política f
-
- indiferencia f política
-
- política f aislacionista
-
- política f intervencionista
-
- formación f política
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.