Oxford Spanish Dictionary
yermo1 (yerma) ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
1. yermo (despoblado):
- yermo (yerma)
-
2. yermo (estéril):
- yermo (yerma)
-
yermo2 ΟΥΣ αρσ
- yermo
-
στο λεξικό PONS
yermo ΟΥΣ αρσ
2. yermo ΓΕΩΡΓ:
- yermo
-
yermo (-a) ΕΠΊΘ
1. yermo (inhabitado):
- yermo (-a)
-
2. yermo ΓΕΩΡΓ:
- yermo (-a)
-
- dejar yermo
-
yermo (-a) [ˈjer·mo, -a] ΕΠΊΘ
1. yermo (inhabitado):
- yermo (-a)
-
2. yermo ΓΕΩΡΓ:
- yermo (-a)
-
- dejar yermo
-
yermo [ˈjer·mo] ΟΥΣ αρσ
2. yermo ΓΕΩΡΓ:
- yermo
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- dejar yermo