Oxford Spanish Dictionary
voluntarismo ΟΥΣ αρσ
1. voluntarismo ΦΙΛΟΣ:
- voluntarismo
-
2.1. voluntarismo οικ (fuerza de voluntad):
- voluntarismo
-
2.2. voluntarismo (obstinación):
- voluntarismo
-
- voluntarismo
-
στο λεξικό PONS
-
- voluntarismo αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.