Oxford Spanish Dictionary
psicopático (psicopática) ΕΠΊΘ
- psicopático (psicopática)
-
- psychopathic personality/disorder
-
στο λεξικό PONS
-
- psicopático, -a
-
- psicopático, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.