Oxford Spanish Dictionary
pirómano (pirómana) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. pirómano (enfermo mental):
- pirómano (pirómana)
-
στο λεξικό PONS
pirómano (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- pirómano (-a)
-
pirómano (-a) [pi·ˈro·ma·no, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- pirómano (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.