ortóptico1 (ortóptica) ΕΠΊΘ
- ortóptico (ortóptica)
-
ortóptico2 (ortóptica) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- ortóptico (ortóptica)
-
-
- ortóptico
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.