Oxford Spanish Dictionary
monocromo (monocroma) ΕΠΊΘ
1. monocromo:
- monocromo (monocroma) ΤΈΧΝΗ, ΦΩΤΟΓΡ
-
2. monocromo:
- monocromo (monocroma) Η/Υ, TV
-
- monochrome picture
- monocromo
στο λεξικό PONS
-
- monocromo, -a
-
- monocromo, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.