Oxford Spanish Dictionary
megalómano1 (megalómana) ΕΠΊΘ
- megalómano (megalómana)
-
- megalómano (megalómana)
-
megalómano2 (megalómana) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- megalómano (megalómana)
-
στο λεξικό PONS
megalómano (-a) ΕΠΊΘ
- megalómano (-a)
-
megalómano (-a) [me·ɣa·ˈlo·ma·no, -a] ΕΠΊΘ
- megalómano (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.