Oxford Spanish Dictionary
universales lingüísticos ΟΥΣ αρσ πλ
- los universales lingüísticos
-
lingüístico (lingüística) ΕΠΊΘ
-
- language προσδιορ
estructuralismo lingüístico ΟΥΣ αρσ
signo lingüístico ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
lingüístico (-a) ΕΠΊΘ
- lingüístico (-a)
-
lingüístico (-a) [lin·ˈgwis·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
- lingüístico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.