jalador1 (jaladora) ΕΠΊΘ
1. jalador Μεξ οικ (que ayuda):
- jalador (jaladora)
-
2. jalador Περού αργκ profesor:
- jalador (jaladora)
- tough οικ
I. jalador2 (jaladora) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. jalador Μεξ οικ (persona dispuesta a ayudar):
- jalador (jaladora)
-
2. jalador Περού αργκ (profesor):
- jalador (jaladora)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.