Oxford Spanish Dictionary
idiomático (idiomática) ΕΠΊΘ
- idiomático (idiomática)
-
στο λεξικό PONS
idiomático (-a) ΕΠΊΘ
- idiomático (-a)
-
idiomático (-a) [i·djo·ˈma·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
- idiomático (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.