Oxford Spanish Dictionary
homogéneo (homogénea) ΕΠΊΘ
1. homogéneo grupo:
- homogéneo (homogénea)
-
2. homogéneo masa/mezcla:
- homogéneo (homogénea)
-
στο λεξικό PONS
homogéneo (-a) ΕΠΊΘ
- homogéneo (-a)
-
- homogéneo (-a)
-
-
- homogéneo, -a
homogéneo (-a) [o·mo·ˈxe·neo, -a] ΕΠΊΘ
- homogéneo (-a)
-
- homogéneo (-a)
-
-
- homogéneo, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.