Oxford Spanish Dictionary
hierático (hierática) ΕΠΊΘ
1. hierático ΙΣΤΟΡΊΑ:
- hierático (hierática)
-
- hierático (hierática)
-
2. hierático rostro/expresión:
- hierático (hierática)
-
στο λεξικό PONS
hierático (-a) ΕΠΊΘ
- hierático (-a)
-
hierático (-a) [je·ˈra·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
- hierático (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.