Oxford Spanish Dictionary
herbívoro1 (herbívora) ΕΠΊΘ
- herbívoro (herbívora)
-
herbívoro2 (herbívora) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- herbívoro (herbívora)
-
-
- herbívoro αρσ
-
- herbívoro
στο λεξικό PONS
herbívoro ΟΥΣ αρσ
- herbívoro
-
-
- herbívoro, -a
herbívoro [er·ˈβi·βo·ro] ΟΥΣ αρσ
- herbívoro
-
-
- herbívoro αρσ
-
- herbívoro, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.