Oxford Spanish Dictionary


gordinflón1 (gordinflona) ΕΠΊΘ οικ
- gordinflón (gordinflona)
- chubby οικ
- gordinflón (gordinflona)
-
- gordinflón (gordinflona)
- pudgy αμερικ
- gordinflón (gordinflona)
- podgy βρετ
gordinflón2 (gordinflona) ΟΥΣ αρσ (θηλ) οικ
- gordinflón (gordinflona)
- fatty οικ
- gordinflón (gordinflona)
- fatso οικ


στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- gonosoma
- gonzalito
- gonzalito real
- googlear
- gorda
- gordinflona
- gordis
- gordo
- gordoglobo
- gordura
- gorgojo