Oxford Spanish Dictionary
gas ΟΥΣ αρσ
1. gas:
2. gas Ισπ οικ (energía):
3. gas <gases mpl > ΦΥΣΙΟΛ:
στο λεξικό PONS
I. noble nobilísimo ΕΠΊΘ
II. noble nobilísimo ΟΥΣ αρσ θηλ
-
- noblewoman θηλ
gas ΟΥΣ αρσ
1. gas (fluido):
2. gas οικ ΑΥΤΟΚ:
I. noble <nobilísimo> [ˈno·βle] ΕΠΊΘ
II. noble [ˈno·βle] ΟΥΣ αρσ θηλ
-
- noblewoman θηλ
gas [gas] ΟΥΣ αρσ
1. gas (fluido):
2. gas οικ ΑΥΤΟΚ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.