Oxford Spanish Dictionary
estilística ΟΥΣ θηλ
- estilística
-
estilístico (estilística) ΕΠΊΘ
- estilístico (estilística)
-
στο λεξικό PONS
estilístico (-a) ΕΠΊΘ
- estilístico (-a)
-
estilístico (-a) [es·ti·ˈlis·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
- estilístico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.