eclesial ΕΠΊΘ Μεξ
eclesial → eclesiástico
eclesiástico2 ΟΥΣ αρσ
1. eclesiástico (clérigo):
ιδιωτισμοί:
- Eclesiástico ΒΊΒΛΟς
-
eclesiástico1 (eclesiástica) ΕΠΊΘ
- eclesiástico (eclesiástica)
-
- eclesiástico (eclesiástica)
- church προσδιορ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.