Oxford Spanish Dictionary
dispensable ΕΠΊΘ
1. dispensable impedimento/obligación:
- dispensable
- dispensable
2. dispensable error/olvido:
- dispensable
-
- dispensable
-
στο λεξικό PONS
dispensable ΕΠΊΘ
- dispensable (impedimento)
- dispensable
- dispensable (error)
-
dispensable [dis·pen·ˈsa·βle] ΕΠΊΘ
- dispensable (impedimento)
- dispensable
- dispensable (error)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.