Oxford Spanish Dictionary
demográfico (demográfica) ΕΠΊΘ
-
- demográfico
-
- sector αρσ demográfico
-
- control αρσ demográfico
- προσδιορ population growth
- crecimiento αρσ demográfico
στο λεξικό PONS
demográfico (-a) ΕΠΊΘ
- demográfico (-a)
-
- decrecimiento demográfico
-
demográfico (-a) [de·mo·ˈɣra·fi·ko, -a] ΕΠΊΘ
- demográfico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- decrecimiento demográfico