Oxford Spanish Dictionary
curvilíneo (curvilínea) ΕΠΊΘ
1. curvilíneo ΜΑΘ:
- curvilíneo (curvilínea)
-
2. curvilíneo mujer/cuerpo:
- curvilíneo (curvilínea)
-
- curvilíneo (curvilínea)
-
στο λεξικό PONS
curvilíneo (-a) ΕΠΊΘ ΜΑΘ
- curvilíneo (-a)
-
curvilíneo (-a) [kur·βi·ˈli·neo, -a] ΕΠΊΘ ΜΑΘ
- curvilíneo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- curtidor
- curtiduría
- curtiembre
- curtir
- curucutear
- curvilíneo
- curvo
- cusca
- cuscurro
- cus-cus
- cuscús