Oxford Spanish Dictionary
cronista ΟΥΣ αρσ θηλ
1. cronista esp. λατινοαμερ (periodista):
2. cronista ΙΣΤΟΡΊΑ:
- cronista
-
-
- cronista αρσ θηλ
-
- cronista αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
cronista ΟΥΣ αρσ θηλ
1. cronista ΙΣΤΟΡΊΑ:
- cronista
-
2. cronista (periodista):
- cronista
-
-
- cronista αρσ θηλ
cronista [kro·ˈnis·ta] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. cronista ΙΣΤΟΡΊΑ:
- cronista
-
2. cronista (periodista):
- cronista
-
-
- cronista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.