Oxford Spanish Dictionary
burguesía ΟΥΣ θηλ
1. burguesía ΙΣΤΟΡΊΑ:
- burguesía
-
2. burguesía (clase media):
pequeño1 (pequeña) ΕΠΊΘ
1. pequeño (de tamaño):
2. pequeño (de edad):
3. pequeño (de poca importancia):
pequeña burguesía ΟΥΣ θηλ
- pequeña burguesía
-
-
- burguesía θηλ
στο λεξικό PONS
burguesía ΟΥΣ θηλ
- burguesía
-
burguesía [bur·ɣe·ˈsi·a] ΟΥΣ θηλ
- burguesía
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.