

- auditor (auditora)
- auditor
- auditora
- auditors πλ
- auditora
- firm of auditors


- auditor ΕΜΠΌΡ, ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- auditor αρσ / auditora θηλ


- auditor(a)
- auditor


- auditor
- auditor(a) αρσ (θηλ)


- auditor(a)
- auditor


- auditor
- auditor(a) αρσ (θηλ)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.