Oxford Spanish Dictionary
articulación esférica ΟΥΣ θηλ ΑΝΑΤ
articulación ΟΥΣ θηλ
1.1. articulación ΑΝΑΤ:
-
- articulation ειδικ ορολ
1.2. articulación ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
1.3. articulación (organización):
2. articulación ΓΛΩΣΣ:
στο λεξικό PONS
articulación ΟΥΣ θηλ
1. articulación ΑΝΑΤ, ΤΕΧΝΟΛ:
2. articulación ΓΛΩΣΣ:
articulación [ar·ti·ku·la·ˈsjon, -ˈθjon] ΟΥΣ θηλ
1. articulación ΑΝΑΤ:
2. articulación ΓΛΩΣΣ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- artesiano
- artes liberales
- artes marciales
- artes menores
- artesón
- articulación esférica
- articulado
- articular
- articulista
- artículo
- artículo de fe