Oxford Spanish Dictionary
apátrida1 ΕΠΊΘ
1. apátrida (sin patria):
- apátrida
-
2. apátrida RíoPl (que no ama a su país):
- apátrida
-
apátrida2 ΟΥΣ αρσ θηλ
2. apátrida RíoPl (que no ama a su país):
- apátrida
-
-
- apátrida
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.