acéfalo (acéfala) ΕΠΊΘ
1. acéfalo (sin cabeza):
- acéfalo (acéfala)
-
- acéfalo (acéfala)
- acephalous ειδικ ορολ
2. acéfalo (sin líder):
- acéfalo (acéfala)
-
-
- acéfalo
- headless organization
- acéfalo
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.