I. φτύ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈftinɔ] VERB αμετάβ
- φτύνω
-
II. φτύ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈftinɔ] VERB μεταβ
1. φτύνω (κάποιον, κάτι):
- φτύνω
-
2. φτύνω (βγάζω από το στώμα: κουκούτσι κτλ):
- φτύνω
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.