I. υποψήφι|ος <-α, -ο> [ipɔˈpsifi|ɔs, -a] ΕΠΊΘ
1. υποψήφιος (για θέση ή αξίωμα):
2. υποψήφιος (δυνητικός):
υποψηφιότητα [ipɔpsifiˈɔtita] SUBST θηλ
μειοψηφικ|ός <-ή, -ό> [miɔspifiˈkɔs] ΕΠΊΘ
μονοψήφι|ος <-α, -ο> [mɔnɔˈpsifiɔs] ΕΠΊΘ
διψήφι|ος <-α, -ο> [ðiˈpsifiɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.