τράπεζα [ˈtrapɛza] SUBST θηλ
1. τράπεζα ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- τράπεζα
- Bank θηλ
- τράπεζα αξιών
- Effektenbank θηλ
- τράπεζα δανειοδοτήσεων
- Darlehensbank θηλ
- τράπεζα εγγυήσεως
- Akzeptbank θηλ
- εθνική τράπεζα
- Staatsbank θηλ
- εισπράττουσα τράπεζα
- Inkassobank θηλ
- εισπράττουσα τράπεζα
- Einzugsbank θηλ
- εκδότρια τράπεζα
- Emissionsbank θηλ
- εμπορική τράπεζα
- Handelsbank θηλ
- τράπεζα εξωτερικού
- Auslandsbank θηλ
- τράπεζα επενδύσεων
- Investmentbank θηλ
- τράπεζα επενδύσεων
-
- Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης
-
- Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
-
- ιδιωτική τράπεζα
- Privatbank θηλ
- κεντρική τράπεζα
- Zentralbank θηλ
- πιστωτική τράπεζα
- Kreditbank θηλ
- τράπεζα προεξοφλήσεων
- Diskontbank θηλ
- (Γερμανική) Ομοσπονδιακή Τράπεζα
-
- Γερμανική Συνεταιριστική Τράπεζα
-
- τράπεζα συμψηφισμού
- Verrechnungsbank θηλ
- τράπεζα συμψηφισμού
- Clearingbank θηλ
2. τράπεζα (αρχείο):
4. τράπεζα (αστερισμός):
- Τράπεζα
- Tafelberg αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.