τοποθέτησ|η <-εις> [tɔpɔˈθɛtisi] SUBST θηλ
1. τοποθέτηση (πράγματος σε κάποια θέση):
- τοποθέτηση
- Aufstellen ουδ
2. τοποθέτηση (για εργασία):
- τοποθέτηση
- Anstellung θηλ
3. τοποθέτηση ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- τοποθέτηση
- Anlage θηλ
- τοποθέτηση κεφαλαίων
- Kapitalanlage θηλ
-
- Auslandsanlage θηλ
- τοποθέτηση χρημάτων
- Geldanlage θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.