συνεννο|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [sinɛnɔˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα
1. συνεννοούμαι (επικοινωνώ):
2. συνεννοούμαι (κλείνω μυστική συμφωνία):
συνεννόησ|η <-εις> [sinɛˈnɔisi] SUBST θηλ
1. συνεννόηση (επικοινωνία):
2. συνεννόηση (μυστική συμφωνία):
-
- Absprache θηλ
ασυνεννοησία [asinɛnɔiˈsia] SUBST θηλ
ασυνεννόητ|ος <-η, -ο> [asinɛˈnɔitɔs] ΕΠΊΘ
1. ασυνεννόητος (που δεν καταλαβαίνει):
2. ασυνεννόητος (χωρίς μυστική συμφωνία):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.