προϋπολογισμός [prɔipɔlɔjizˈmɔs] SUBST αρσ
1. προϋπολογισμός (εκ των προτέρων υπολογισμός):
- προϋπολογισμός
- Voranschlag αρσ
2. προϋπολογισμός ΟΙΚΟΝ:
- προϋπολογισμός
- Haushaltsplan αρσ
- προϋπολογισμός
- Etat αρσ
- γενικός προϋπολογισμός (επιχείρησης, έργου)
- Gesamtbudget ουδ
- έκτακτος προϋπολογισμός
-
-
- Forschungsetat αρσ
- ισοσκελισμένος προϋπολογισμός
-
- κοινοτικός προϋπολογισμός (της ΕΕ)
-
- κοινοτικός προϋπολογισμός (της ΕΕ)
-
- κρατικός προϋπολογισμός
- Staatshaushalt αρσ
-
- Sonderhaushalt αρσ
- ελλειμματικός προϋπολογισμός
- Haushaltsdefizit ουδ
- ομοσπονδιακός προϋπολογισμός
- Bundeshaushalt αρσ
- προσωρινός προϋπολογισμός
-
-
- Haushaltsdefizit ουδ
3. προϋπολογισμός (σε επιχείρηση):
- προϋπολογισμός
- Budget ουδ
-
- Budgetierung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- ελλειμματικός προϋπολογισμός
- Haushaltsdefizit ουδ
- έκτακτος προϋπολογισμός
- ισοσκελισμένος προϋπολογισμός
- κοινοτικός προϋπολογισμός (της ΕΕ)